- ἐρυθρομέλας
- ἐρυθρο-μέλας, αινα, αν,A blackish-red, Philem.Lex. ap. Ath.14.652f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυθρομέλας — αινα, αν (Μ ἐρυθρομέλας, αινα, αν) 1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος 2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek